-
1 πρόσκλισις
II inclination, predilection,τῶν γερόντων Plb.6.10.10
; τινι to one, Id.5.51.8;αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic.2.37
; π. δόγμασιν ibid., D.L. Prooem.20, S.E.P.1.16; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib. 230; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti.5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκλισις
См. также в других словарях:
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία … Dictionary of Greek
Ηρωδιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δάσκαλος της ρητορικής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν συγγραφέας της πραγματείας Περί σχημάτων. Το έργο εκδόθηκε από τον Σπένγκελ στη συλλογή Έλληνες ρήτορες, χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη. Στο πρώτο γίνεται λόγος για τα εν… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Κώπας, Γεράσιμος — (Λειβαθώ Κεφαλονιάς 1778 – Ναύπλιο 1832). Λόγιος και νομικός. Διδάχτηκε νομικά, φυσική, μαθηματικά, ναυτιλιακά και ξένες γλώσσες σε ρωσικά εκπαιδευτήρια. Μετά το τέλος των σπουδών του στη Ρωσία, κατατάχθηκε στο ρωσικό ναυτικό ως σύμβουλος του… … Dictionary of Greek
Λεοντόπουλος, Ιωάννης — (18oς 19ος αι.). Λόγιος, από τα Μυριόφυτα των Γανοχώρων, στα βόρεια παράλια της Προποντίδας. Δίδαξε στη σχολή Μυριοφύτων και αργότερα στη Ραιδεστό (1822 28). Έγινε μέλος της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης (1805) και… … Dictionary of Greek